λήμμα:> | τσαπού, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από αντιμετάθεση συλλαβών (ποδανά) της λέξης πούτσα. |
σημασία: | Το αντρικό γεννητικό όργανο, το πέος. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ξύλο, πέτρες, τσαπού και σφαίρες σε όσους τολμήσουν να περάσουν τη νέα δανειακή σύμβαση χωρίς εκλογές ή δημοψήφισμα. |
προέλευση: | zougla.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Αντιμετάθεση συλλαβών. |
γράφτηκε στη βάση: | 29-07-2014 13:43:05 PM |
συγγραφέας: | Παναγόπουλος Παναγιώτης |