λήμμα:> | τσιλάρω |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το αγγλικό chill [out] (= χαλαρώνω) και το επίθημα -άρω. |
σημασία: | Αράζω, χαλαρώνω. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | αράζω την πέτσα μου |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ουδείς υπεράνω κουτσομπολιού, Αννούλα μας. Έτσι είναι η ζωή. Τσίλαρε. |
προέλευση: | olympia |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 03-08-2014 22:07:01 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |